Λυκαίων

Λυκαίων
Λύκαια
neut gen pl
Λύκαιον
Lycaean
neut gen pl
Λυκαί̱ων , Λυκαῖος
Lycaean
fem gen pl
Λυκαί̱ων , Λυκαῖος
Lycaean
masc/neut gen pl
Λυκαῖος
Lycaean
fem gen pl
Λυκαῖος
Lycaean
masc/neut gen pl
Λυκαῖος
Lycaean
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λύκαιο — I Βουνό (1.420 μ.) της Αρκαδίας, στα σύνορα μεταξύ των σημερινών νομών Ηλείας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Το Λ., που αποκαλείται και Λυκαίο, καταλήγει στην παραλία του κόλπου της Κυπαρισσίας. Κυριότερη κορυφή του είναι το Στεφάνι. Το βουνό αυτό κατά …   Dictionary of Greek

  • Λυκόσουρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 94 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Μεσσηνίας, 49 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλοπόλεως.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”